- εξάγιστος
- ἐξάγιστος, -ον (Α)1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.)2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.)3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῑται λόγω», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.